Best Rock Bar in Nicosia

Πρόσφατα έπεσε στα χέρια μας, ένα παλιό τεύχος (από το μακρινό πλέον 1998) του Ελληνικού μουσικού περιοδικού “Ποπ & Ροκ“! Το τεύχος ήταν το νούμερο 235, του Νοεμβρίου 98!

Στο εξώφυλλο, ένα από τα αγαπημένα μας συγκροτήματα, τα “Διάφανα Κρίνα” και η λεζάντα έγραφε “Διάφανα Κρίνα: Rock για ραγισμένες καρδιές“. Ξεφυλλίζοντας λοιπόν το περιοδικό, βρήκαμε μέσα μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσαν στον Σπήλιο Λαμπρόπουλο, ο ηχολήπτης και manager τους, Κώστας Βάμβουκας και τρία από τα μέλη του συγκροτήματος, οι: Θάνος Ανεστόπουλος, Παντελής Ροδοστόγλου και Τάσος Μαχάς!

Εμείς διαλέξαμε κάποια αποσπάσματα από την συνέντευξη και σας την παρουσιάζουμε πιο κάτω.

Σύμφωνα με τον Nick Hornby, συγγραφεα του “High Fidelity“, υπάρχουν τρία είδη ανδρών:

1) Αυτοί που παθιάζονται με το ποδόσφαιρο, ακούνε soul μουσική, πίνουν μπύρες, κυνηγούν το χρήμα και αρέσκονται να γρονθοκοπούν τους άλλους άνδρες και να χουφτώνουν το στήθος των γυναικών.

2) Αυτοί που παθιάζονται με το rugby και το cricket, ακούνε Mozart και Dire Straits, πίνουν κρασί, κυνηγούν το χρήμα και αρέσκονται να τσιμπάνε γυναικεία οπίσθια.

3) Αυτοί που απορρίπτουν τους εκπροσώπους των δύο παραπάνω κατηγοριών, δηλώνουν ειρηνόφιλοι και χορτοφάγοι, νομίζουν ότι μόνον κατεργάρηδες με λάγνο βλέμμα δικαιούνται να ακούνε Luther Vandross και δε λένε να υποκύψουν με τίποτα στη γοητεία της Michelle Pfeiffer.

Είναι φανερό ότι ο Hornby δεν έχει υπόψη του ένα συγκρότημα που ονομάζεται Διάφανα Κρίνα. Εάν το είχε, θα ήξερε ότι τα έξι μέλη του ανήκουν σε μια ειδική κατηγορία ανδρών που παθιάζονται με τη ζωή, ακούνε πολλή και καλή μουσική, πίνουν μπίρες, κρασί και whiskey, αφήνουν το χρήμα να τους προσπερνά και συνηθίζουν να κοιτάνε τις γυναίκες στα μάτια!

Ανήκετε σε μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, διοργανώνετε μόνοι τις συναυλίες σας, δεν σας έχει αναλάβει κανενα τμήμα marketing και promotion και ομως καταφέρατε, στηριζόμενοι στις δικές σας δυνάμεις, να φτάσετε στην επιτυχία. Πόσο ικανοποιημένοι είστε από όλα αυτα;
Θ.Α: Η έννοια “επιτυχία” είναι σχετική. Για μένα, επιτυχία σημαίνει να είσαι κάθε μέρα ο εαυτός σου, να θυμάσαι το σημείο από όπου ξεκίνησες, να κρατάς τις αρχές που έχεις χαράξει και πάνω από όλα, να μην ξεχνάς ποιος ήταν ο σκοπός σου όταν αποφάσισες να  ακολουθήσεις το δρόμο που σου υποδείκνυε η ψυχούλα σου.
Τ.Μ: Αν μπορείς παράλληλα να κάνεις αυτό που θέλεις, τότε νιώθεις μια εσωτερική ικανοποίηση που σε γεμίζει.
Θ.Α: Ωστόσο, υπάρχει πάντα κάτι παραπάνω nou διεκδικούμε. Η αναζήτηση δε σταματά.
Στις μερες μας παρατηρείται, μια πρωτοφανής, σε συχνότητα, εμφάνιση καινούργιων rock συγκροτημάτων. Μερικά, μάλιστα, τα πηγαίνουν πολύ καλά από εμπορική άποψη, χωρίς όμως να πείθουν ότι παίρνουν στα σοβαρά αυτό που κάνουν.
Π.Ρ: Εμείς χρειαστήκαμε οκτώ χρόνια σκληρής δουλειάς για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε και θεωρούμε ότι βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή. Ολο αυτό το διάστημα, προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας ενώ παράλληλα χτίζαμε μια γερή φιλία.
Θ.Α: Επί οκτω ολοκληρα χρόνια, δεν μας ήξερε κανείς και παίζαμε μόνοι μας σε ένα υπόγειο studio. Τωρα πια έχουμε καταφέρει να κάνουμε πρόβες σε studio που βρίσκεται σε ισόγειο. Ανεβήκαμε ενα όροφο! Αργά ή γρήγορα, ο μόχθος ανταμείβεται. Εχω μια παλιομοδίτικη θεωρία πάνω σε αυτό το θέμα: Αν αφοσιωθείς σε αυτό που θέλεις να κάνεις, κάποια στιγμή θα αποζημιωθείς. Ακόμα κι αν δε γίνεις γνωστός, τουλάχιστον θα έχεις φτάσει σε έναν πολύ υψηλο βαθμό ωριμότητας. Αυτό δεν επιτυγχάνεται χωρίς δουλειά.
Π.Ρ: Από την άλλη, η ξαφνική επιτυχία μπορεί να σε συνθλίψει αν δεν είσαι κατάλληλα προετοιμασμένος. Πιστεύω ότι, τον τελευταίο καιρό, οι δισκογραφικές εταιρίες υποπίπτουν σε καταστροφικά ατοπήματα. Υπογράφουν ανεξέλεγκτα με συγκροτήματα και βγάζουν προχειροφτιαγμένους δίσκους στην αγορά, χωρίς να υπολογίζουν ότι μακροπρόθεσμα βλάπτουν τον χώρο της μουσικής και κατά συνέπεια τους ίδιους τους μουσικούς. Δε θελω να μιλήσω για κάποιο άλλο συγκρότημα αλλά αν δεν έρθεις πρώτα αντιμέτωπος με την ψυχή και τη συνείδηση σου, δεν είσαι έτοιμος για το συμβόλαιο… Με τέτοιου είδους αρπαχτές, καταλήγουμε να εντάσσουμε στο rock όλα εκείνα που μεμφόμαστε στα ελληνάδικα.
Θ.A: Αν δεν πέσεις βαθιά μέσα στα σκατά, αν δεν προσπαθήσεις μόνος σου να βγεις και να ανασάνεις, αν δεν εχεις εμπειριες, είναι φυσικό να παρασυρθείς και να σε ψαρεψουν με το παραγάδι. Με αυτό τον τρόπο, ο καθένας μπορεί να γίνει διάσημος μέσω της μουσικής. Τι θα γίνει όμως μετά;
Η συνεργασία σας με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη ξαφνιασε πολλους, οι οποίοι μεχρι τοτε νόμιζαν ότι δεν έχετε τις καλύτερες των σχέσεων με τη σκηνή του έντεχνου ελληνικού τραγουδιού…
Θ.Α: Ο Αλκίνοος και ο Λίνος Ιωαννίδης είναι αδελφές ψυχές. Τους γνωρίσαμε μέσω του Κώστα και αμέσως ταιριάξαμε ως άνθρωποι.Καταφέραμε μάλιστα να τον κάνουμε να ξεσκονίσει την ηλεκτρικη κιθάρα του και να ανεβει μαζί μας στη σκηνή του Αν. Προσωπικά, γνώρισα το έντεχνο μέσα από το έργο ξένων καλλιτεχνών όπως ο Tom Waits και ο θεατρικός τρόπος με τον οποίο αποδίδει τα τραγούδια του. Ο Waits με οδήγησε στον Kurt Weill και το μεγάλο σοκ το έπαθα με τον “Μεγάλο Ερωτικό” του Μάνου Χατζιδάκη. Πάντοτε με γοήτευε η παρακμιακή φάση που ακολούθησε το πανκ στη δεκαετία του 80, αυτή την τόσο ποιοτική αλλά συνάμα αρρωστημένη δεκαετία , με όλα εκείνα τα συγκροτήματα που είχαν μπασίστες σαν τον Παντελή!
Τ.Μ: Εγώ προτιμούσα το hard rock των 70ς. Οι Black Sabbath με έκαναν να στραφώ στην ψυχεδέλεια αλλά τότε ήρθε το πανκ και ξέχασα τα πάντα. Μου άρεσε πολύ η ελληνική πανκ σκηνή.
Θ.Α: Δεν είχαμε απαίτηση να βρούμε έναν ντράμερ που να ακούει Vivaldi αλλά “Γενιά του Χάους“.
Στην υπερ επιτυχημένη συναυλία που δώσατε τον περασμένο Απρίλιο στο Ρόδον, οι μπύρες δε σταματησαν ούτε στιγμή να κυκλοφορούν και να καταναλώνονται επί σκηνής…
Θ.Α: Κι όμως, έτυχε να ξεμείνουμε κάποια στιγμή και τότε έτυχε να παίξουμε το “Βάλτε να πιούμε”. Τραγουδούσα το ρεφρέν και το εννοούσα. Το αγαπημένο μου τραγούδι σε εκείνη την εμφάνιση ήταν ο “Μπλε χειμώνας”, επειδή ήξερα ότι αμέσως μετά θα τελειώναμε, θα πήγαινα τουαλέτα να κατουρήσω και στη συνέχεια θα έτρεχα στο μπαρ!
Για το τέλος, νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να αφήναμε τον Κωστα Βάμβουκα να μιλήσει για σας. Κωστα, ο επίλογος δικός σου…
K.B: Τι να πω για τα Κρίνα; Εχουν έναν μπασίστα, τον Παντελή, που ενδιαφέρεται περισσότερο για το λογο και τα αισθήματά του παρά για το όργανο που κρατάει στα χέρια του. Έχει κάποιους ήχους από το παρελθόν στο μυαλό του, έχει βρει εκτελεστικά κάποιους τρόπους έκφρασης και αυτό του φτάνει. Από εκεί και πέρα ασχολείται με άλλα θέματα. Εχουν έναν ντράμερ, τον Τάσο, που είναι μεν αρκετά άγριος, όπως κάθε ντράμερ οφείλει να είναι, αλλά ξέρει μόλις πέντε ρυθμούς και με αυτούς δουλεύει. Μέχρι πριν από λίγους μήνες δούλευε σε supermarket. Για να βγάλει ένα κομμάτι πρέπει να το παλέψει τριάντα φορές εκεί που οι 99 στους 100 ντράμερς θα το έπαιζαν με τη δεύτερη. Εχουν έναν κιθαρίστα, τον Νίκο (Μπάρδη), που θέλει να μάθει τρομπέτα και παρακολουθεί μαθήματα σε ωδείο. Είναι ο μοναδικός ηλεκτρικός κιθαρίστας στον οποίο δεν αρέσει η ένταση και ο θόρυβος. Εκεί που πρέπει να δυναμώσει τον ενισχυτή του, τον χαμηλώνει, φαντάζομαι ότι θα ήθελε να έπαιζε με τον Chet Baker. Εχουν ένα δεύτερο κιθαρίστα, τον Κυριάκο (Τσουκαλά), που είναι φετιχιστής με οτιδήποτε προέρχεται από τη δεκαετία του 1960 και του 1970: αναλογικά πετάλια, ενισχυτές, κιθάρες σκάφους. Μια φορά του είπα ότι τα πετάλια του δεν ήταν καλά και η μπάντα σταμάτησε τις πρόβες για ενάμιση μήνα επειδή ο Κυριάκος έμπαινε στο studio και παλάβωνε δεν μπορούσε να βγάλει τους ήχους που ήθελε. Έχουν επίσης έναν πιανίστα, τον Παναγιωτη (Μπερλή) που, σε αντίθεση με όλους τους άλλους, μπορεί να παίξει τα πάντα. Εχει τις γνώσεις και την παιδεία για να παίξει όπου θέλει. Τα παιδιά όμως τον έχουν καταστρέψει και τον βάζουν να παίζει garage στα πλήκτρα. Για τον Θάνο, καλύτερα να μην προσθέσω τίποτα σε αυτά που ήδη είναι γνωστά. Με λίγα λόγια, από μουσικής πλευράς τα Κρίνα έχουν αρκετά προβλήματα. Ως ηχολήπτης, έχω γνωρίσει εκατοντάδες μουσικούς. Αν πάρεις, ωστόσο, τους καλύτερους κ προσπαθήσεις να φτιάξεις μια μπάντα σαν τα Διάφανα Κρίνα, έχεις αποτύχει. Δεν γίνεται με τίποτα…