Αν έπρεπε να διαλέξουμε μόνο ένα άλμπουμ που δημιούργησε ένα θρίαμβο μετά από μια τραγωδία, αυτό θα ήταν φυσικά το “Back In Black“.
Το συγκρότημα αρχίκα έδινε συναυλίες ασταμάτητα από πόλη σε πόλη σε όλη την Αυστραλία και η επιτυχία του είχε απλωθεί σε ολόκληρη την χώρα. Το φανατικό τους όμως ακροατήριο δεν περιορίστηκε στην Αυστραλία και έτσι όπως ήταν αναμενόμενο στην συνέχεια άρχισε παγκόσμιες περιοδείες. Τον Ιούνιο του 1979, οι AC/DC θα κυκλοφορήσουν το εμβληματικό “Highway To Hell” και θα ξεπεράσει αμέσως τα πέντε προηγούμενα άλμπουμ, παραμένοντας στα Billboard chart των Ηνωμένων Πολιτειών για περίπου 83 εβδομάδες και στο Αγγλικό για περισσότερους από 6 μήνες.
Για το Αυστραλιανό συγκρότημα, όλα τα κομμάτια του παζλ της επιτυχίας είχαν πλέον μπει στην θέση τους και εκεί που θα άρχιζαν σιγά σιγά να απολαμβάνουν τους καρπούς των τεράστιων κόπων και δυσκολιών που πέρασαν, μια τραγική σελίδα ήρθε να προστεθεί στην ιστορία τους!
Ο χαρισματικός frontman και τραγουδιστής τους, Bon Scott πεθαίνει στις 19 Φεβρουαρίου του 1980 σε ηλικία 33 ετών. Γνωστός ως λάτρης του αλκοόλ και όχι και τόσο ως ‘social drinker’ ο Bon Scott λιποθύμησε μετά από έξοδο στο club “Music Machine” του Camden Town στο Λονδίνο. Ο φίλος του, Alistair Kinnear ο οποίος ανέλαβε να τον πάρει σπίτι, έκρινε ότι ήταν πολύ μεθυσμένος για να τον μετακινήσει και τον άφησε να κοιμηθεί μέσα στο αυτοκίνητο του. Το επόμενο απόγευμα, ο Alistair τον βρήκε νεκρό και ειδοποίησε τις αρχές. Ο Bon Scott μεταφέρθηκε στο “King’s College Hospital” όπου ανακοινώθηκε ο θάνατος του. Η αιτία του θανάτου του ήταν αναρρόφηση, αν και επίσημα ανακοινώθηκε ως οξεία δηλητηρίαση από αλκοόλ.
Η απώλεια του Bon Scott ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για τους AC/DC και θα μπορούσε να ήταν τερματικό για το συγκρότημα, αν δεν ήταν η φυσική ανθεκτικότητα των αδερφών Young, οι οποίοι μόλις ξεπέρασαν το αρχικό σοκ, αποφάσισαν να επιστρέψουν αρχικά για πρόβα ως μια μορφή θεραπείας. Σταδιακά, όλα τα μέλη του συγκροτήματος άρχισαν αποδέχονται την απώλεια και αποφάσισαν ότι η διατήρηση της μπάντας ήταν το καλύτερο πράγμα που έπρεπε να κάνουν για να τιμήσουν τη μνήμη του Bon Scott. Έτσι ξεκίνησαν την πολύ δύσκολη διαδικασία για να αποφασίσουν ποιος θα ήταν ο διάδοχος.
Κατά την διάρκεια της διαδικασίας, ο Angus Young θυμήθηκε μια ιστορία που του είχε πει κάποτε ο Bon Scott για τον τραγουδιστή του Βρετανικού Glam Rock συγκροτήματος Geordie. Ο τραγουδιστής ήταν φυσικά ο Brian Johnson και η ιστορία πήγαινε κάπως έτσι:
“Ήταν αυτός ο τύπος εκεί στην σκηνή και τραγουδούσε ουρλιάζοντας σκίζοντας τους πνεύμονες του και στη συνέχεια πέφτει στο πάτωμα όπου συνεχίσει να στριφογυρίζει και να ουρλιάζει. Το βρήκα υπέροχο! Στη συνέχεια επέστρεψαν με το καλύτερο encore που είδα ποτέ! “
Έτσι στις αρχές του Μαρτίου το 1980, κάλεσαν για οντισιόν τον Brian Johnson και στις 29 Μαρτίου 1980 ήταν πλέον ο τραγουδιστής των AC/DC. Το ανακοίνωσαν επίσημα στις 19 Απριλίου 1980! Η μουσική όλων των τραγουδιών του επερχόμενου άλμπουμ “Back in Black” υπήρχε ήδη και έμενε να γράψει τους στίχους ο Brian Johnson.
Με παραγωγό τον Mutt Lange, αρχίζουν οι ηχογραφήσεις στα “Compass Point Studios” στις Μπαχάμες και η μίξη του θα γίνει στα “Electric Lady Studios” της Νέας Υόρκης!
Η πρώτη πλευρά του Δίσκου (Βινυλίου φυσικά) αρχίζει με το ‘Hell’s Bells‘ το οποίο λίγο πολύ ασχολείται με τις σκοτεινότερες πτυχές της ύπαρξης και στην συνέχεια ακούς: ‘Shoot To Thrill’, ‘What Do You Do For Money Honey’, ‘Given The Dog A Bone’ και ‘Let Me Put My Love Into You’. Βάζοντας την βελόνα στο βινύλιο, καταλαβαίνεις από τις πρώτες κιόλας στροφές πως οι AC/DC επέστρεψαν θριαμβευτικά. Τα υπόλοιπα κομμάτια διατηρούν το ίδιο υψηλό επίπεδο, χωρίς μπαλάντες αλλά πλακίδια του χαρακτηριστικού τους Ροκ ήχου, που ταλαντεύονται μεταξύ τους και παραγάγουν πιθανότατα το πιο σταθερό άλμπουμ των AC/DC!
Στη συνέχεια γυρίζεις το άλμπουμ και στο έκτο τραγούδι του άλμπουμ (το πρώτο της δεύτερης πλευράς του Βινυλίου), χτυπιέστε με ένα από τα πιο δημοφιλή κιθαριστικά riffs όλων των εποχών! Μετά την απίστευτη εισαγωγή του, το τραγούδι ‘Back In Black‘ συνεχίζει σε μια πολύπλοκη σειρά από riffs και σόλα που παίρνει το άλμπουμ αλλά και τους AC/DC σε άλλο επίπεδο. Στην συνέχεια ακούς: ‘You Shook Me All Night Long’, ‘Have A Drink On Me’, ‘Shake A Leg’ και τελειώνει με το ‘Rock n Roll Ain’t Noise Pollution’!
Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 25 Ιουλίου του 1980 μέσω της δισκογραφικής εταιρείας “Atlantic Records” και έχει πουλήσει πάνω από 50 εκατομμύρια αντίτυπα Παγκοσμίως, όντας δεύτερο στον κατάλογο των πιο επιτυχημένων άλμπουμ όλων των εποχών και το πιο επιτυχημένο της Hard Rock μουσικής.
Η διαχρονικότητα του “Back in Black” αποτυπώνεται σε πολυάριθμες λίστες στις οποίες έχει συμπεριληφθεί. Πιο συγκεκριμένα, το Γερμανικό “Rock Hard” το κατέταξε στην πρώτη θέση με τα “300 Καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών“, το “Kerrang!” στην όγδοη θέση των “Εκατόν Δίσκων που πρέπει να ακούσεις πριν πεθάνεις“ και την δέκατη θέση της λίστας με τους “Εκατό Καλύτερους Δίσκους του Heavy Metal“, το “Rolling Stone” στην 26η θέση των “Kαλύτερων άλμπουμ της δεκαετίας του ’80” και στην 77η θέση των “500 καλύτερων δίσκων όλων των εποχών“, το “Consequence of Sound” στην 29η θέση των “Kαλύτερων δίσκων όλων των εποχών“,το “Guitarist” στην 17η θέση της λίστας με τα “Πενήντα επιδραστικότερα κιθαριστικά άλμπουμ όλων των εποχών” και το “Juice Magazine” στην κορυφή της λίστας με τα “Πενήντα καλύτερα αυστραλιανά άλμπουμ όλων των εποχών“.