Μια άγνωστη και πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία έφτασε σε εμάς πρόσφατα μέσω του βιβλίου “Bob Dylan: 100 Τραγούδια – Οι ιστορίες πίσω από αυτά και η σημασία τους” του συγγραφέα Βύρωνα Κρίτζα!
Η ιστορία με πρωταγωνιστές τους Αδελφούς Κατσιμίχα, έχει να κάνει με το τι προηγήθηκε των συναυλιών του Bob Dylan στον Λυκαβηττό (22 & 23 Ιουνίου 1993) και την διηγείται ο Πάνος Κατσιμίχας:
“Το πρώτο τραγούδι του Dylan που άκουσα ήταν το “Blowin in the Wind“. Το έπαιζε ο αμερικάνικος ραδιοφωνικός σταθμός που εξέπεμπε από τη βάση της Νέας Μάκρης. Ήμουν 16 χρονών και μόλις είχα αποκτήσει μια μεταχειρισμένη κιθάρα. Έγινε το πρώτο τραγούδι που έμαθα να παίζω, γιατί ήταν εύκολο για έναν αυτοδίδακτο. Αυτός είναι ο λόγος που το “Blowin in the Wind” είναι το αγαπημένο μου. Από τότε και για πάντα.
Την επόμενη χρονιά, νομίζω αρχές του 1970, βρήκα στο Μοναστηράκι και αγόρασα το πρωτο LP του Dylan, το The Freewheelin’ Βob Dylan, στο οποίο υπήρχε φυσικά και το “Blowin’ in the Wind“. Πού να ήξερα τότε, μαθητής της τρίτης λυκείου, ότι είκοσι τρία χρόνια αργότερα, το 1993, θα άνοιγα τις συναυλίες του ήρωα των εφηβικών μου χρόνων, για δύο βράδια, στον Λυκαβηττό…
Αξίζει, νομίζω , τον κόπο να διηγηθώ πως βρεθήκαμε να παίζουμε support του Dylan. Τον χειμώνα του 1993 είχαμε ήδη με τον Χάρη εκδώσει τέσσερις δίσκους. Μας τηλεφώνησαν λοπόν ένα πρωί από την τότε εταιρεία μας (Sony Music) και ρωτησαν αν ενδιαφερόμασταν να ανοίξουμε τις δύο συναυλίες του τον Ιούνιο στην Αθήνα. Υπήρχε όμως ένας όρος. Έπρεπε να στείλουμε μεταφρασμένα στα αγγλικά οκτώ τραγούδια μας, αυτά που θα παίζαμε αν και εφόσον ο ίδιος ο Dylan ενέκρινε τους στίχους των τραγουδιών!
Τη μετάφραση ανέλαβε μια κοπέλα, Ελληνοαμερικάνα, που είχε σπουδάσει ελληνική φιλολογία, και λυπάμαι, δυστυχως, δε θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια το όνομά της. Ειλικρινά λυπάμαι. Μετέφρασε λοιπόν τον “Φάνη“, τις “Προσωπικές οπτασίες“, το “Υπόγειο“, το “Για ένα κομμάτι ψωμί“, τη “Μοναξιά του σχοινοβάτη“, τη “Σαντορίνη” και δυο τρία ακόμα που δε θυμάμαι πια , και τα στείλαμε. Το ίδιο έπρεπε να κάνουν φυσικά και όσοι Έλληνες καλλιτέχνες, από άλλες εταιρείες, ενδιαφέρονταν. Έγινε δηλαδή μια κανονική αμερικάνικη οντισιόν από πλευράς των παραγωγων συναυλιών αλλά και του ίδιου του Dylan.
Στάλθηκαν τα τραγούδια, και ξαφνικά μετά από τρεις μήνες, τον Απρίλιο (Πάσχα ήταν θυμάμαι) ήρθε η απάντηση και η πρόταση να παίξουμε για δυο βράδια (22 και 23 Ιουνίου του 1993) στον Λυκαβηττό, ανοίγοντας τις συναυλίες του Dylan!
Βρέθηκα λοιπόν ένα μεσημέρι με 42 βαθμούς θερμοκρασία να κάνω soundcheck στον Λυκαβηττό για να παίξω το βράδυ. Και λέω “βρέθηκα” γιατί δυστυχώς το πρωί της ίδιας μέρας, ερχόμενος ο Χάρης με ταξί από το Ναύπλιο, είχε ένα (ευτυχώς όχι πολύ σοβαρό) τροχαίο και μου τηλεφώνησε στις 12:00 το μεσημέρι από το Γενικό Κρατικό Νίκαιας ότι είναι μεν καλά, δε θα μπορούσε όμως να έρθει στις συναυλίες γιατί έπρεπε να μείνει μέσα δύο μέρες, για παρακολούθηση. Κι έτσι πήγα μόνος μου.
Με το που έφτασα στο θέατρο, με πλησίασε αμέσως ένα ευγενικό παιδί, ο tour manager του Dylan, και μου είπε: “Λυπάμαι για τον αδερφό σου και αν δεν μπορείς για ψυχολογικούς λόγους να παίξεις, δε θα σε παρεξηγήσω. Από πλευράς μου είμαστε ΟΚ. Ξέρω ότι είστε ντουέτο, κάτι σαν Simon & Garfunkel, ότι είστε δίδυμοι και, αν δεν μπορείς , δεν πειράζει.” Συγκινήθηκα, γιατί δεν περίμενα τέτοια εξήγηση, και του απάντησα ότι θα παίξω και θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Μου έκλεισε το μάτι (ένα μάτι που έπαιρνε 300 στροφές το δευτερόλεπτο) και μου λέει: “Πάμε, αν θέλεις, να γνωρίσεις τον Βob“.
Δεν ήθελα να τον ενοχλήσω και του το είπα: Δε θέλω φωτογραφίες και τέτοιες μαλακίες , αλλά θέλω να του δώσω κάτι και να του ευχηθώ καλή επιτυχία για το βράδυ. Είχα μαζί μου ένα μικρό βιβλίο (τους ‘Προσανατολισμούς’ του Οδυσσέα Ελύτη) και μια φυσαρμόνικα Σολ Ματζόρε, μάρκα Lee Oscar, γιατί ήξερα ότι ο Dylan παίζει μόνο με Hohner.
Μπήκαμε στο καμαρίνι, κάτι του ψιθύρισε ο τυπάκος στο αυτί και μου είπε: Κάθισε. Ο Dylan καθόταν σε μια καρέκλα, όχι σε καναπέ, είχε μπροστά του ένα μπλοκ και κάτι έγραφε. Παραδόξως, δεν ένιωθα καμία αμηχανία και του είπα κατευθείαν: Με λένε Πάνο και είμαι το support για την αποψινή συναυλία. Εβγαλα από τον φάκελο το βιβλίο και του είπα: Αυτός είναι ένας Ελληνας ποιητής που το ’79 πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, και αυτή είναι μια Lee Oscar Σολ Ματζόρε φυσαρμόνικα και στη δίνω γιατί έχει πολύ bright ήχο. Πιστεύω ότι θα σου αρέσει . Είπε ένα ψιθυριστό ευχαριστώ και με ρώτησε πώς είναι ο αδερφός μου, πόση ώρα θα παίξω, αν αισθάνομαι καλά κι αν θέλω να το κάνω μόνος μου.
Ξεφύλλισε το βιβλιαράκι, άνοιξε το κουτί και φύσηξε δυο τρεις νότες στη Lee Oscar. Μπροστά του είχε ένα κουρδιστήρι κιθάρας και δύο Hohner φυσαρμόνικες. Πήρε τη μία και μου την έδωσε. Τον ευχαρίστησα, μου ευχήθηκε καλή επιτυχία, και αυτή ήταν η συνάντησή μου με τον ήρωα των εφηβικών μου χρόνων. Την έχω ακόμα αυτή τη φυσαρμόνικα, φυλαγμένη σαν κόρη οφθαλμού, και στον τοίχο κρέμεται πάντα η αφίσα εκείνης της συναυλίας . Παρεμπιπτόντως (δεν ξέρω αν ενδιαφέρει κανέναν αυτό), έπινε ένα αφρώδες ροζέ κρασί και κάπνιζε μανιωδώς κάτι περίεργα σιγκαρίλο, αγνωστου μάρκας.
Το βράδυ πήγα πολύ καλά. Ο κόσμος με δέχτηκε με αγάπη. Είχα μαζί μου ένα μπουζούκι, είπα και τρία τραγούδια του Τσιτσάνη, έγινε της πουτάνας. Όταν τελείωσα εγώ και, πριν αρχίσει η συναυλία του Dylan, το “τσακάλι” ο μάνατζερ, που με είχε συμπαθήσει, μου έκανε μια τεράστια τιμή: Με πήρε ο ίδιος και με ανέβασε επάνω στη σκηνή, δίπλα στη stage κονσόλα (σχεδόν ανάμεσα στο συγκρότημα), για να δω τον Dylan να παίζει μπροστά μου επί δύο ώρες. Νυν απολύεις τον δούλον σου, Κύριε…”
Το κείμενο ήταν απόσπασμα από το βιβλίο “Bob Dylan: 100 Τραγούδια – Οι ιστορίες πίσω από αυτά και η σημασία τους” του συγγραφέα Βύρωνα Κρίτζα από τις Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.