Πριν από λίγες μέρες, όταν είχε πέσει στα χέρια μας ένα παλιό περιοδικό “Ποπ & Ροκ” από το 1998, σας είχαμε παρουσιάσει μια συνέντευξη με τα αγαπημένα μας Διάφανα Κρίνα!
Σήμερα έχουμε στα χέρια μας, πάλι από την δεκαετία του 90 (συγκεκριμένα του Δεκέμβρη 1994), το τεύχος 89 του μουσικού περιοδικού ΟΖ! Στο εξώφυλλο είναι τα Ξύλινα Σπαθιά που μόλις είχαν τελειώσει τις ηχογραφήσεις του δεύτερου τους άλμπουμ με το τίτλο “Πέρα Απ’ Τις Πόλεις Της Ασφάλτου“. Ο δίσκος φυσικά δεν είχε ακόμα κυκλοφορήσει, άρα ο κόσμος δεν είχε ακόμα ακούσει τις επιτυχίες “Λιωμένο παγωτό“, “Ρίτα“, “Φωτιά στο λιμάνι” κτλ.
Απόσπασμα από την συνέντευξη του Παύλου Παυλίδη:
Γιατί επιλέξατε αυτό το όνομα;
Πρόκειται για τύχη ή κάτι σαν παιχνίδι. Τα παιδιά το πρότειναν εξάλλου. Το όνομα ήταν κάτι που δεν με απασχόλησε καθόλου.
Η αίσθηση που μου δημιούργησαν τα τραγούδια σου, επικεντρώθηκε σε μία μόνο λέξη: ποίηση! Ένιωσα ότι ακούω ποίηση σε ήχους ροκ.
Ίσως να’ναι κι έτσι. Όμως εγώ δεν γράφω ποίηση, γράφω στίχους, τραγούδια. Πιστεύω ότι είναι διαφορετικά πράγματα ή τουλάχιστον διαφορετικά αντιλαμβανόμενα. Ποίηση είναι κι όταν περπατάς στο δρόμο. Αυτό που βλέπεις. Δεν γράφω καν τους στίχους των τραγουδιών, τους έχω μέσα στο κεφάλι μου. Τέλος πάντων, για μένα είναι να σώζεις την ψυχή σου μ’αυτά που γράφεις.
Ωστόσο οι στίχοι σου δημιουργούν αυτό το αίσθημα σε μεγαλύτερους, όσο κι αν οι πιτσιρικάδες είναι αυτοί που ξέρουν όλους τους στίχους απ’έξω.
Το’χω δει αυτό που λες. Οι νέοι θέλουν την αλήθεια. Η ουσία είναι, αν αυτά που λες είναι αλήθεια. Αν νιώθουν την ματαιότητα οι νέοι, οι μεγάλοι την έχουν κιόλας βιώσει. Είναι σαν να κρατάς ένα φακό και να δείχνεις μπροστά, να τους σηκώνεις για να δουν παραπέρα. Γι’αυτό και σε αγαπούν. Ενώ οι μεγάλοι είναι ήδη εκεί που δείχνει ο φακός.
Τι σημαίνει για σένα το γεγονός ότι γράφεις μόνος σου τους στίχους των τραγουδιών σου;
Ένα τραγούδι πρέπει να κλείνει μέσα σε τρία-τέσσερα λεπτά ότι πιο ωραίο μπορείς να ζήσεις. Ίσως σε μια ζωή. Θα σου πω ένα παράδειγμα: Όταν έφτασα στο Παρίσι το 1989 έγραψα το πρώτο κουπλέ του Βασιλιά της Σκόνης. Το δεύτερο κουπλέ το έγραψα μόλις γύρισα στην Θεσσαλονίκη, δηλαδή το 1992. Μέσα στο σύνολο των τριών λεπτών που χρειάστηκαν για να γραφτεί, υπάρχουν τέσσερα χρόνια ζωής πολύ σημαντικά για μένα.
Σε βοήθησε η διαμονή σου στο Παρίσι όλα αυτά τα χρόνια;
Πάρα πολύ! Αν και το Παρίσι είναι μεγαλούπολη, μια πόλη-μηχανή που σε ξερνάει. Πήγα εκεί έχοντας την αίσθηση ότι πάω στο κέντρο του κόσμου. Και είναι. Ωστόσο για μένα λειτούργησε σαν να πήγα στην έρημο. Εκεί δεν ξέρω με ποια θεά τύχη βοηθό, κατάφερα να βρεθώ μόνος με τον εαυτό μου. Όλοι όσοι θέλουν να δημιουργήσουν πρέπει να περάσουν την “έρημο”. Είναι κάτι από το οποίο κανείς δεν χάνει. Έφυγα ακολουθώντας το ένστικτο μου και δεν έκανα λάθος. Γύρισα έτοιμος να κάνω αυτό που κάνω.
Γύρισες στην Θεσσαλονίκη. Δεν είναι λίγο θλιβερή σαν πόλη κι ας κουβαλάει την μύθο της;
Αισθάνομαι άνετα εδώ, έχει απλωσιά. Αγαπώ την Θεσσαλονίκη γιατί είναι πόλη που δεν σε κρατάει. Σε διώχνει. Αν πας στην παραλία και σταθείς να δεις, όλα φεύγουν. Τα σύννεφα, τα πουλιά, τα καράβια. Αν όμως η Θεσσαλονίκη σου προκαλεί θλίψη, η Αθήνα σου προκαλεί κατάθλιψη.
Ποια είναι η γνώμη σου για τις Τρύπες;
Έχουν μια καταπληκτική πορεία. Το παράδοξο θα ήταν να μην συνέβαινε μετά από τόσα χρόνια προσπάθειας και συνέπειας.
Διαβάζεις Ποίηση, Λογοτεχνία;
Όχι πολύ. Μ’αρέσει ο Lorca, o Borges, o Nietzsche. Ειδικά ο τελευταίος πιστεύω ότι τα χωράει όλα. Ίσως το πιο ωραίο βιβλίο που διάβασα ήταν “Η Γέννηση της Τραγωδίας”.
Κάποιοι μουσικοί και συγκροτήματα που ξεχωρίζεις;
Οι Velvet ήταν το πιο αγαπημένο μου γκρουπ της δεκαετίας 60 και 70, Lou Reed και φυσικά οι Rolling Stones!